παράτυπα

παράτυπα
επίρρ. τροπ., κατά παράβαση των κανόνων, των τύπων: Συχνά ενεργείς παράτυπα κι όχι σωστά και νόμιμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράτυπα — παράτυπος counterfeit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτυπος — η, ο / παράτυπος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος αρχ. παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.). επίρρ... παρατύπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”